fames
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fames < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fames (la)
- πείνα, λιμός
- φτώχεια, πενία
- (για λόγο, ομιλία) ελάχιστη εκφραστική δυνατότητα
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fames | famēs |
γενική | famis | famium |
δοτική | famī | famibus |
αιτιατική | famem | famēs/famīs |
κλητική | fames | famēs |
αφαιρετική | fame | famibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- fames - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.