fiasco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiasco (en)
- το φιάσκο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fiasco < (άμεσο δάνειο) ιταλική far fiasco (αποτυγχάνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fiasco | fiascos |
fiasco (fr) αρσενικό
- το φιάσκο
- (μεταφορικά) σεξουαλική αποτυχία στον άνδρα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiasco (it) αρσενικό
- το φιάσκο