fortune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fortune | fortunes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fortune < παλαιά γαλλική fortune < λατινική fortuna
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fortune (en)
- η περιουσία, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό
- ↪ He donated his fortune to the church.
- Δώρισε την περιουσία του στην εκκλησία.
- ↪ He donated his fortune to the church.
- (μη μετρήσιμο) η τύχη
- ↪ Fortune favors the brave.
- Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς.
- ↪ Fortune favors the brave.
- η μοίρα, η τύχη του καθενός
- ↪ She will read your fortune.
- Αυτή θα διαβάσει (θα σου πει) την μοίρα/τύχη σου.
- ↪ She will read your fortune.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fortune | fortunes |
fortune (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de fortune: ανεπιτήδευτος, αυτοσχέδιος, πρόχειρος
- faire fortune: βγάζω λεφτά, πλουτίζω
- revers de fortune: αναποδιά, αντιξοότητα