hatch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hatch hatches

hatch (en)

  1. η καταπακτή
  2. η εκκόλαψη
    • ομάδα εκκολαπτόμενων (ζώων, επιστημόνων, μαθητών, αθλητών κτλ.)
  3. η μηχανορραφία
     συνώνυμα: plotting, scheming
ενεστώτας hatch
γ΄ ενικό ενεστώτα hatches
αόριστος hatched
παθητική μετοχή hatched
ενεργητική μετοχή hatching

hatch (en)

  1. (αμετάβατο) εκκολάπτομαι, σκάω
    three chickens hatched today - τρία κοτόπουλα εκκολάφτηκαν σήμερα
    As soon as the eggs hatch and the chicks come out…
    Μόλις σκάσουν τα αυγά και βγούνε τα πουλάκια…
  2. (μεταβατικό) εκκολάπτω
    I hatch eggs - εκκολάπτω αυγά
  3. (μεταβατικό) εκκολάπτω, μηχανεύομαι, μηχανορραφώ
    The plot was hatched in the Navy.
    Η συνομωσία εκκολάφτηκε στο Ναυτικό.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 269, 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκκολάπτω, σκάζω