hatch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hatch | hatches |
hatch (en)
- η καταπακτή
- η εκκόλαψη
- ομάδα εκκολαπτόμενων (ζώων, επιστημόνων, μαθητών, αθλητών κτλ.)
- η μηχανορραφία
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hatch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hatches |
αόριστος | hatched |
παθητική μετοχή | hatched |
ενεργητική μετοχή | hatching |
hatch (en)
- (αμετάβατο) εκκολάπτομαι, σκάω
- ↪ three chickens hatched today - τρία κοτόπουλα εκκολάφτηκαν σήμερα
- ↪ As soon as the eggs hatch and the chicks come out…
- Μόλις σκάσουν τα αυγά και βγούνε τα πουλάκια…
- (μεταβατικό) εκκολάπτω
- ↪ I hatch eggs - εκκολάπτω αυγά
- (μεταβατικό) εκκολάπτω, μηχανεύομαι, μηχανορραφώ
- ↪ The plot was hatched in the Navy.
- Η συνομωσία εκκολάφτηκε στο Ναυτικό.
- ↪ The plot was hatched in the Navy.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 269, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκκολάπτω, σκάζω