hint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hint hints

hint (en)

  1. υπαινιγμός, νύξη
  2. στοιχείο, ένδειξη

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας hint
γ΄ ενικό ενεστώτα hints
αόριστος hinted
παθητική μετοχή hinted
ενεργητική μετοχή hinting

hint (en)