hoodie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hoodie | hoodies |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hoodie < hood + υποκοριστικό επίθημα -ie
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hoodie (en)
- (ενδυμασία) το φούτερ με ενσωματωμένη κουκούλα και, μερικές φορές, μια μεγάλη τσέπη καγκουρό στο μπροστινό μέρος
- (βρετανικό, αργκό, συνήθως μειωτικό) ο νεαρός που φοράει τέτοιο φούτερ
- (αργκό) η ακροποσθία
- (πτηνό) η κουρούνα