κουρούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουρούνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουρούνα θηλυκό
- (πτηνό) ξηροβατικό πουλί, ενδημικό στη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή της οικογένειας των κορακοειδών (επιστημονικό όνομα corvus cornix)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κουρούνα στη Βικιπαίδεια