hot spot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hot spot (en)
- μέρος / σημείο μεγάλης έντασης κι επικινδυνότητας
- εστία αναταραχής
- επικίνδυνη περιοχή λόγω ραδιενέργειας ή ακτινοβολίας
- τόπος διασκέδασης με πολλή ζωντάνια
- (διαδίκτυο, δίκτυο υπολογιστών) τοποθεσία (μικρής έκτασης) σε δημόσιο χώρο που με την χρήση τεχνολογίας Wi-Fi παρέχει ασύρματη πρόσβαση (στο διαδίκτυο)
- (νεολογισμός) κέντρο καταγραφής, διαπίστευσης ή ταυτοποίησης (προσφύγων)