konstytucja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstytucja | konstytucje |
γενική | konstytucji | konstytucji(/konstytucyj) |
δοτική | konstytucji | konstytucjom |
αιτιατική | konstytucję | konstytucje |
οργανική | konstytucją | konstytucjami |
τοπική | konstytucji | konstytucjach |
κλητική | konstytucjo | konstytucje |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
konstytucja (pl) < λατινική constitutio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌkɔ̃w̃stɨˈtut͡s̑ʲja/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
konstytucja (pl) θηλυκό
- (νομικός όρος) το σύνταγμα (ο θεμελιώδης νόμος)