kucharz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) kucharz kucharze
γενική (dopełniacz) kucharza kucharzy
δοτική (celownik) kucharzowi kucharzom
αιτιατική (biernik) kucharza kucharzy
οργανική (narzędnik) kucharzem kucharzami
τοπική (miejscownik) kucharzu kucharzach
κλητική (wołacz) kucharzu kucharze

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkuxaʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kucharz (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη kuchnia