kucharz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | kucharz | kucharze |
γενική (dopełniacz) | kucharza | kucharzy |
δοτική (celownik) | kucharzowi | kucharzom |
αιτιατική (biernik) | kucharza | kucharzy |
οργανική (narzędnik) | kucharzem | kucharzami |
τοπική (miejscownik) | kucharzu | kucharzach |
κλητική (wołacz) | kucharzu | kucharze |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kucharz (pl) αρσενικό
- ο μάγειρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη kuchnia