libido
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
libido (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
libido (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- libido < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα lubʰ- (αγάπη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
libido θηλυκό