massa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
massa (es)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
massa | masse |
massa (it)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- massa < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική μᾶζα. Για τη γραφή με δύο ⟨ss⟩, δείτε massa στο αγγλικό Βικιλξικό.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
massa (la), -ae
Κλίση[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
massa (λατινικά)
→ και δείτε τη λέξη massa στο αγγλικό Βικιλξικό.
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
massa (pt)
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
massa (fi)
Κατηγορίες:
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (λατινικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (λατινικά)
- Λατινική γλώσσα
- Ουσιαστικά (λατινικά)
- Αντίστροφο λεξικό (λατινικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (λατινικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (λατινικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Φινλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (φινλανδικά)