mater
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mater (bs)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]mater (fr)
Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]mater (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη maternelle
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (οικογένεια) η μητέρα, η μάνα
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mater | matrēs |
γενική | matris | matrum |
δοτική | matrī | matribus |
αιτιατική | matrem | matrēs |
κλητική | mater | matrēs |
αφαιρετική | matre | matribus |