matka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matka | matki |
γενική | matki | matek |
δοτική | matce | matkom |
αιτιατική | matkę | matki |
οργανική | matką | matkami |
τοπική | matce | matkach |
κλητική | matko | matki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matka (pl) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- powtarzanie jest matką wiedzy - (η επανάληψη είναι η μητέρα της γνώσης) η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matka (sk)
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matka (cs)
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
matka (fi)