monitor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
monitor | monitors |
monitor (en)
- η οθόνη
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | monitor |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | monitors |
αόριστος | monitored |
παθητική μετοχή | monitored |
ενεργητική μετοχή | monitoring |
monitor (en)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monitor (la) αρσενικό
- ο επόπτης
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monitor (ro) αρσενικό
- ο επόπτης
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του monitor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un monitor | monitorul | nişte monitori | monitorii |
γενική | a unui monitor | monitorului | a unor monitori | monitorilor |
δοτική | unui monitor | monitorului | unor monitori | monitorilor |
αιτιατική | un monitor | monitorul | nişte monitori | monitorii |
κλητική | — | - | — | - |
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
monitor (cs) αρσενικό
- ο επόπτης