piekarnia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piekarnia | piekarnie |
γενική | piekarni | piekarń |
δοτική | piekarni | piekarniom |
αιτιατική | piekarnię | piekarnie |
οργανική | piekarnią | piekarniami |
τοπική | piekarni | piekarniach |
κλητική | piekarnio | piekarnie |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- piekarnia < από το ρήμα ή το αντικείμενο piec
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pʲjɛˈkarʲɲa/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
piekarnia (pl) θηλυκό