rapture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

rapture < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική rapture < λατινική raptūra ενεργητική μετοχή του rapiō (αρπάζω). Απαντά από το 1600[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɹaptʃə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈɹæptʃɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
rapture raptures

rapture (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας rapture
γ΄ ενικό ενεστώτα raptures
αόριστος raptured
παθητική μετοχή raptured
ενεργητική μετοχή rapturing

rapture (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. rapture - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]