replacer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
replacer < replace + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
replacer replacers

replacer (en)

  1. αντικατάσταση, αντικαταστάτης
  2. υποκατάστατο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • milk replacer : υποκατάστατο (τροφή αντικατάστασης) του γάλακτος
  • replacer function : συνάρτηση αντικατάστασης



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

replacer (fr)

  1. τοποθετώ ξανά
  2. επανατοποθετώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]