resolved
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɹɪˈzɑlvd/ (αμερικανικό)
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | resolved |
συγκριτικός | more resolved |
υπερθετικός | most resolved |
resolved (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό, επίσημο) αποφασισμένος
- ⮡ He is resolved to do whatever it takes.
- Είναι αποφασισμένος για όλα.
- ≈ συνώνυμα: determined
- ⮡ He is resolved to do whatever it takes.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]resolved (en)