réduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- réduction < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /re.dyk.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
réduction | réductions |
réduction (fr) θηλυκό
- η μείωση
- (παρωχημένο) η υποταγή
- η σμίκρυνση, η αναπαραγωγή σε μικρή κλίμακα
- η έκπτωση πάνω σε μια τιμή
- η συρρίκνωση
- (χημεία) η αναγωγή