słomka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | słomka | słomki |
γενική | słomki | słomek |
δοτική | słomce | słomkom |
αιτιατική | słomkę | słomki |
οργανική | słomką | słomkami |
τοπική | słomce | słomkach |
κλητική | słomko | słomki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
słomka < υποκοριστικό του słoma
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
słomka (pl) θηλυκό