słomka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική słomka słomki
γενική słomki słomek
δοτική słomce słomkom
αιτιατική słom słomki
οργανική słom słomkami
τοπική słomce słomkach
κλητική słomko słomki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

słomka < υποκοριστικό του słoma

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈswɔ̃mka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

słomka (pl) θηλυκό

  1. κομμάτι από άχυρο
  2. το καλαμάκι για υγρά
  3. (οικείο) ελαφρύ τσιγάρο με φίλτρο