sacellus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sacellus < υποκοριστικό του saccus < αρχαία ελληνική σάκκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sacellus
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sacellus | sacellī |
γενική | sacellī | sacellōrum |
δοτική | sacellō | sacellīs |
αιτιατική | sacellum | sacellōs |
κλητική | sacelle | sacellī |
αφαιρετική | sacellō | sacellīs |