satis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- satis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂tis (=κορεσμός, ικανοποίηση) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂- (=ικανοποιούμαι). Συγγενές με το (σανσκριτικά) असिन्व (a-sinvá=ακόρεστος) και το (αρχαία ελληνική) ἄω (=χορταίνω) και ἄδην/ἅδην
Επίθετο[επεξεργασία]
satis (la) άκλιτο
Επίρρημα[επεξεργασία]
satis (la) & (συντομογραφία) săt