suggestion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

suggestion (en)

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος suggest: πρόταση, ιδέα. εισήγηση, υπόδειξη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advice
  2. η μνεία, η αναφορά σε ένα πράγμα
  3. η υποψία (ένα ελάχιστο ίχνος)
  4. η υποβολή (το να υποβάλλεις σε κάποιον μια ιδέα χωρίς να την αναφέρεις ρητά και επιδιώκοντας αυτός να τη δεχτεί χωρίς να την υποβάλει σε λογικό έλεγχο· η ιδέα που υποβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
suggestion < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
suggestion suggestions

suggestion (fr) θηλυκό