toast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toast toasts

toast (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η φρυγανιά, φρυγανισμένη φέτα ψωμί
    toast with butter - φρυγανιά με βούτυρο
  2. η πρόποση
    I am giving/making a toast.
    Εγείρω/Κάνω πρόποση.
    And now a toast to our success/to all those who…
    Και τώρα μια πρόποση για την επιτυχία μας/για όλους εκείνους που…
ενεστώτας toast
γ΄ ενικό ενεστώτα toasts
αόριστος toasted
παθητική μετοχή toasted
ενεργητική μετοχή toasting

toast (en)

  1. φρυγανίζω, ξεροψήνω, ψήνω
    I am toasting bread in a toaster.
    Φρυγανίζω ψωμί σε φρυγανιέρα.
  2. εγείρω πρόποση, προπίνω



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɔst/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
toast toasts

toast (fr) αρσενικό

  1. η πρόποση
    porter un toast à quelqu'un
    κάνω μια πρόποση προς τιμή κάποιου
    un toast de bienvenue
    μία πρόποση καλωσορίσματος
  2. μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού
    un toast beurré
    μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού με βούτυρο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toast (it)

  1. (γαστρονομία) τοστ