toast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
toast | toasts |
toast (en)
- (μη μετρήσιμο) η φρυγανιά, φρυγανισμένη φέτα ψωμί
- ↪ toast with butter - φρυγανιά με βούτυρο
- η πρόποση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | toast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | toasts |
αόριστος | toasted |
παθητική μετοχή | toasted |
ενεργητική μετοχή | toasting |
toast (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
toast | toasts |
toast (fr) αρσενικό
- η πρόποση
- porter un toast à quelqu'un
- κάνω μια πρόποση προς τιμή κάποιου
- un toast de bienvenue
- μία πρόποση καλωσορίσματος
- porter un toast à quelqu'un
- μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού
- un toast beurré
- μια ξεροψημένη φέτα ψωμιού με βούτυρο
- un toast beurré
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
toast (it)