veil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
veil < μέση αγγλική veil, veyl < παλαιά γαλλική veil < λατινική vēlum. Αντικατέστησε την μέση αγγλική scleire (scleyre, sleyre, slyre)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veɪl/
- Ήχος (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
veil (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
veil (en)
- καλύπτω, σκεπάζω
- (μεταφορικά) κρύβω, κουκουλώνω
- I veiled my distaste for Sally, in fear of her firing me