vulpes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vulpes < volpes < πρωτοϊταλικά *wolpis < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wl(o)p- / *h₂ulp- (κόκκινη αλεπού)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vulpes (la) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vulpes | vulpēs |
γενική | vulpis | vulpium |
δοτική | vulpī | vulpibus |
αιτιατική | vulpem | vulpēs/vulpīs |
κλητική | vulpes | vulpēs |
αφαιρετική | vulpe | vulpibus |