Άβαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άβαρος, Άραβας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άβαρος οι Άβαροι
      γενική του Αβάρου
Άβαρου
των Αβάρων
    αιτιατική τον Άβαρο τους Αβάρους
Άβαρους
     κλητική Άβαρε Άβαροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Άβαρος < μεσαιωνική ελληνική Ἄβαρος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άβαρος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: Άβαροι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]