Γιασεμίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γιασεμίτσα οι Γιασεμίτσες
      γενική της Γιασεμίτσας
    αιτιατική τη Γιασεμίτσα τις Γιασεμίτσες
     κλητική Γιασεμίτσα Γιασεμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γιασεμίτσα < Γιασεμ(ιά) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝa.seˈmi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Για‐σε‐μί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γιασεμίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]