Δραγωνέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δραγωνέρα | οι | Δραγωνέρες |
γενική | της | Δραγωνέρας | — | |
αιτιατική | τη | Δραγωνέρα | τις | Δραγωνέρες |
κλητική | Δραγωνέρα | Δραγωνέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Δραγωνέρα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðɾa.ɣoˈne.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρα‐γω‐νέ‐ρα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Δραγωνέρα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Δραγωνέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ακτές της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Ακτές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)