τρίτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
'''{{PAGENAME}}, -η, -ο''' |
||
# (''τακτικό'') που ακολουθεί τον [[δεύτερος|δεύτερο]], που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν [[τρία]] (3) |
# (''τακτικό'') που ακολουθεί τον [[δεύτερος|δεύτερο]], που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν [[τρία]] (3) |
||
#:ο '''τρίτος''' μήνας, η '''τρίτη''' φορά, ήρθε '''τρίτος''' |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} '''τρίτη''' θηλυκό '''τρίτο''' ουδέτερο: ουσιαστικοποίηση του αριθμητικού η οποία προέκυψε από την συχνή παράλειψη (ως ευκόλως εννοουμένου) του ουσιαστικού που προσδιοριζόταν από το αριθμητικό |
|||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
|||
# κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα σε μια υπόθεση ή δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο πρόσωπο |
# κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα σε μια υπόθεση ή δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο πρόσωπο |
||
#: '' |
#: ''Δε θα ήθελα να μεταφέρεις αυτά που σου είπα σε οποιονδήποτε '''τρίτο''''' |
||
#:''Αυτές είναι οφειλές προς '''τρίτους''''' |
|||
# ο ένας από τους τρεις ίσους όρους ενός [[σύνολο|συνόλου]] |
|||
# αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ο τρίτος μηχανικός |
|||
#:''-Μην κάνεις του κεφαλιού σου. Ρώτα τον '''τρίτο''''' |
|||
#ο Μάρτιος |
|||
#:''Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18 του '''τρίτου''''' |
|||
⚫ | |||
#:''Η '''Τρίτη''' είναι καλύτερη από την Ποιμενική'' |
|||
#(μαθηματικά) η τρίτη [[δύναμη]] ή ο [[κύβος]] |
|||
#:''Ύψωσέ όλη την παράσταση στην '''τρίτη''' μήπως και σχηματίζεται [[ταυτότητα]]'' |
|||
#ο τρίτος [[όροφος]] κτιρίου |
|||
#:''Νομίζω μένουν στον '''τρίτο''''' |
|||
#θέση στο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκινήτου |
|||
#:''Βάλε '''τρίτη''' γιατί με τη δευτέρα ζορίζεις τη μηχανή χωρίς λόγο'' |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[τρίτο]] |
* [[τρίτο]] |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 32: | ||
==={{εκφράσεις}}=== |
==={{εκφράσεις}}=== |
||
*'''τρίτη και φαρμακερή''' |
*'''τρίτη και φαρμακερή''' |
||
⚫ | |||
*'''βάλε τρίτη''' (οδήγηση: η τρίτη θέση στο κιβώτιο ταχυτήτων) |
|||
*'''στην τρίτη''' (μαθηματικά: υψώνω κάτι στην τρίτη δύναμη ή στον κύβο) |
|||
*'''τρίτη ηλικία''' : όσοι είναι 60 έως 80 ετών |
*'''τρίτη ηλικία''' : όσοι είναι 60 έως 80 ετών |
||
*'''Τρίτος Κόσμος''' : οι |
*'''Τρίτος Κόσμος''' : οι πρώην αποικίες, αλλά και γενικά οι αγροτικές, φτωχές χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο |
||
*'''τρίτο πρόσωπο''' (άτομο που διαλύει ή απειλεί σχέση ζευγαριού) |
*'''τρίτο πρόσωπο''' (άτομο που διαλύει ή απειλεί σχέση ζευγαριού) |
||
*'''τρίτο πρόσωπο''' (ρήματος ή αντωνυμίας) |
*'''τρίτο πρόσωπο''' (ρήματος ή αντωνυμίας) |
||
*'''προς τρίτους''' : προς κανέναν από τους δύο ή και περισσότερους συμβαλλόμενους |
|||
*'''στους δύο τρίτος δεν χωρεί''' |
*'''στους δύο τρίτος δεν χωρεί''' |
||
*'''το ένα τρίτο''' (βλ. [[τρίτο]]) |
|||
*'''στον τρίτο''' (εννοείται, όροφο οικήματος) |
|||
*'''ο τρίτος''' (ναυτιλία: ο αξιωματικός που είναι ιεραρχικά επομενος του δεύτερου στο πλήρωμα) |
|||
*'''τρίτα ξαδέλφια''' |
*'''τρίτα ξαδέλφια''' |
||
*'''τρίτη λύση''' (η μέση λύση ή κάποια νέα πρόταση που απεμπλέκει ένα πρόβλημα) |
*'''τρίτη λύση''' (η μέση λύση ή κάποια νέα πρόταση που απεμπλέκει ένα πρόβλημα) |
Αναθεώρηση της 04:47, 28 Απριλίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίτος < αρχαία ελληνική τρίτος
Αριθμητικό
τρίτος, -η, -ο
- (τακτικό) που ακολουθεί τον δεύτερο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν τρία (3)
- ο τρίτος μήνας, η τρίτη φορά, ήρθε τρίτος
Ουσιαστικό
τρίτος αρσενικό τρίτη θηλυκό τρίτο ουδέτερο: ουσιαστικοποίηση του αριθμητικού η οποία προέκυψε από την συχνή παράλειψη (ως ευκόλως εννοουμένου) του ουσιαστικού που προσδιοριζόταν από το αριθμητικό
- κάποιος που δεν εμπλέκεται άμεσα σε μια υπόθεση ή δεν έχει άμεση σχέση με κάποιο πρόσωπο
- Δε θα ήθελα να μεταφέρεις αυτά που σου είπα σε οποιονδήποτε τρίτο
- Αυτές είναι οφειλές προς τρίτους
- αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ο τρίτος μηχανικός
- -Μην κάνεις του κεφαλιού σου. Ρώτα τον τρίτο
- ο Μάρτιος
- Το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο στις 18 του τρίτου
- η τρίτη συμφωνία του Μπετόβεν, η Ηρωική
- Η Τρίτη είναι καλύτερη από την Ποιμενική
- (μαθηματικά) η τρίτη δύναμη ή ο κύβος
- Ύψωσέ όλη την παράσταση στην τρίτη μήπως και σχηματίζεται ταυτότητα
- ο τρίτος όροφος κτιρίου
- Νομίζω μένουν στον τρίτο
- θέση στο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκινήτου
- Βάλε τρίτη γιατί με τη δευτέρα ζορίζεις τη μηχανή χωρίς λόγο
Συγγενικά
Εκφράσεις
- τρίτη και φαρμακερή
- τρίτη ηλικία : όσοι είναι 60 έως 80 ετών
- Τρίτος Κόσμος : οι πρώην αποικίες, αλλά και γενικά οι αγροτικές, φτωχές χώρες με χαμηλό βιοτικό επίπεδο
- τρίτο πρόσωπο (άτομο που διαλύει ή απειλεί σχέση ζευγαριού)
- τρίτο πρόσωπο (ρήματος ή αντωνυμίας)
- στους δύο τρίτος δεν χωρεί
- τρίτα ξαδέλφια
- τρίτη λύση (η μέση λύση ή κάποια νέα πρόταση που απεμπλέκει ένα πρόβλημα)
- τρίτο φύλο (οι ομοφυλόφιλοι)
Μεταφράσεις
τρίτος
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τριτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τρίτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'τρίτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τριτοσ».