άρτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fj |
|||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}}[[ἄρτος]] < [[ἀραρίσκω]] ή [[ἀρτύω]] ή ίσως εξελληνισμένη αρχαία περσική λέξη |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
Αναθεώρηση της 08:33, 5 Ιανουαρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άρτος < αρχαία ελληνικήἄρτος < ἀραρίσκω ή ἀρτύω ή ίσως εξελληνισμένη αρχαία περσική λέξη
Ουσιαστικό
άρτος αρσενικό
- το ψωμί
- εκκλησιαστικοί όροι:
- οι πέντε άρτοι (στον πληθυντικό), για τους άρτους της αρτοκλασίας
- ο άρτος της θείας κοινωνίας που δίνεται συνήθως όταν κάποιος μεταλαμβάνει
Εκφράσεις
- πρατήριο άρτου : κατάστημα που δεν παρασκευάζει ψωμί, αλλά είναι σημείο μεταπώλησης ψωμιού, κουλουριών, γενικά αρτοπαρασκευασμάτων και αρτοσκευασμάτων
- άρτον και θεάματα : υποτιμητική φράση για την εξουσία που παρείχε άλλοτε δημόσια θεάματα και σιτηρά στο λαό για να του αποσπά την προσοχή από σοβαρά ζητήμαρα ή να τον κατευνάζει, και που κατέληξε όμως να χρησιμοποιείται υποτιμητικά και για το λαό (ο κόσμος θέλει άρτο και θεάματα)
- τον άρτον ημών τον επιούσιον (από την Κυριακή προσευχή)
- βγάζουμε/πάμε για τον επιούσιο (εννοείται άρτο): δεν πλουτίζουμε, καλύπτουμε τις απαραίτητες ανάγκες, την επιβίωση
Σύνθετα
- αρτοποιός
- αρτοποιείο
- αρτοπωλείο
- αρτοπαρασκεύασμα
- αρτοκλασία
- αρτοκοπείον μεσαιωνικη λέξη για το αρτοπωλείο
- αρτόδεντρο
- αρτοβιομηχανία
- αρτεργάτης
- αρτο-
Μεταφράσεις
άρτος
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αρτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'άρτοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'άρτος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αρτοσ».