πίκρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 78: Γραμμή 78:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:πίκρα]]
[[mg:πίκρα]]

Αναθεώρηση της 21:35, 25 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίκρα οι πίκρες
      γενική της πίκρας
    αιτιατική την πίκρα τις πίκρες
     κλητική πίκρα πίκρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίκρα < μεσαιωνική ελληνική < πικραίνω (διαφορετικό το αρχαία ελληνική πίκρα

Ουσιαστικό

πίκρα θηλυκό

  1. η αίσθηση του πικρού, η πικρή γεύση
  2. η βαθιά στενοχώρια από κάποιον ή κάτι που μας πίκρανε
    ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα, // ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα, // τώρα σὲ κυριεύῃ, // παρηγορήσου (Α. Κάλβος, Εις θάνατον, ΙΔ)
    Η πίκρα σήμερα // δεν έχει σύνορα // κι εσύ δεν έπρεπε να μ' αρνηθείς. (Ν. Γκάτσος)


Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

πίκρα θηλυκό