πακέτο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ορ, +συγγ |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
* [[πακετάρισμα]] |
* [[πακετάρισμα]] |
||
* [[πακεταρισμένος]] |
* [[πακεταρισμένος]] |
||
* [[ |
* [[πακέτωμα]] |
||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
Αναθεώρηση της 11:44, 17 Νοεμβρίου 2007
Πρότυπο:-ουσ- πακέτο ουδέτερο
- Δέμα {π.χ. δώρο) περιτυλιγμένο σε χαρτί.
- Ο ταχυδρόμος έφερε ένα πακέτο.
- Κουτί με τσιγάρα.
- Αγόρασε ένα πακέτο (τσιγάρα).
- (όρος της οικονομίας) Σύνολο προτάσεων προς μελέτη.
- Ο επίτροπος πρότεινε ένα πακέτο για τα μεσογειακά κράτη.
- (πληροφορική) σύνολο δεδομένων
- (αργκό:) το ψέμα (συνήθως όταν χρησιμοποιείται μονολεκτικά) ή και το ζόρι
- Έφαγα χοντρό πακέτο.