urządzenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική urządzenie urządzenia
γενική urządzenia urządzeń
δοτική urządzeniu urządzeniom
αιτιατική urządzenie urządzenia
οργανική urządzeniem urządzeniami
τοπική urządzeniu urządzeniach
κλητική urządzenie urządzenia

Ετυμολογία [επεξεργασία]

urządzenie < urządzić

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌuʒɔ̃nˈd͡z̑ɛ̃ɲɛ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

urządzenie (pl) ουδέτερο

  1. συσκευή, μηχάνημα
     συνώνυμα:
    aparat
  2. διευθέτηση