urządzenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | urządzenie | urządzenia |
γενική | urządzenia | urządzeń |
δοτική | urządzeniu | urządzeniom |
αιτιατική | urządzenie | urządzenia |
οργανική | urządzeniem | urządzeniami |
τοπική | urządzeniu | urządzeniach |
κλητική | urządzenie | urządzenia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- urządzenie < urządzić
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌuʒɔ̃nˈd͡z̑ɛ̃ɲɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
urządzenie (pl) ουδέτερο