Καρνιόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καρνιόλα | ||
γενική | της | Καρνιόλας | ||
αιτιατική | την | Καρνιόλα | ||
κλητική | Καρνιόλα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaɾˈɲo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐νιό‐λα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καρνιόλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- ιστορική περιοχή της Ευρώπης, η οποία κατείχε τμήματα της σημερινής Σλοβενίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορικές περιοχές της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Ιστορικές περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρώπης (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)