Κορσική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κορσική | οι | Κορσικές |
γενική | της | Κορσικής | των | Κορσικών |
αιτιατική | την | Κορσική | τις | Κορσικές |
κλητική | Κορσική | Κορσικές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κορσική < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koɾ.siˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κορ‐σι‐κή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κορσική θηλυκό
- νησί της Γαλλίας στη Μεσόγειο Θάλασσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κορσική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Γαλλίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)