Λέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λέτα | οι | Λέτες |
γενική | της | Λέτας | — | |
αιτιατική | τη | Λέτα | τις | Λέτες |
κλητική | Λέτα | Λέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Λέτα < περικοπή του Νικολέτα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λέτα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λέτα
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Λέτα αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Λέττα (μη απλοποιημένη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ενρίκο Λέτα στη Βικιπαίδεια Ιταλός πολιτικός (γένν. 1966), πρώην πρωθυπουργός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Περικοπές (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - επώνυμα από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους ξενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)