Λέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λέτα οι Λέτες
      γενική της Λέτας
    αιτιατική τη Λέτα τις Λέτες
     κλητική Λέτα Λέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Λέτα < περικοπή του Νικολέτα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λέτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Λέτα < (μεταγραφή) ιταλική Letta

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Λέτα αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]