Μεγαλειότατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μεγαλειότατε < κλητική ενικού του μεγαλειότατος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ta.te/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

Μεγαλειότατε αρσενικό (θηλυκό Μεγαλειοτάτη)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]