Σκώτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκώτος, Σκότος, σκότος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκώτος οι Σκώτοι
      γενική του Σκώτου των Σκώτων
    αιτιατική τον Σκώτο τους Σκώτους
     κλητική Σκώτε Σκώτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σκώτος < ελληνιστική κοινή Σκότος < λατινική Scotus / Scottus (ενικός) < Scoti / Scotti (πληθυντικός) < κελτικής προέλευσης. Για τη γραφή με ωμέγα → δείτε τη λέξη Σκωτία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκώτος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]