άλεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλεστος η άλεστη το άλεστο
      γενική του άλεστου της άλεστης του άλεστου
    αιτιατική τον άλεστο την άλεστη το άλεστο
     κλητική άλεστε άλεστη άλεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλεστοι οι άλεστες τα άλεστα
      γενική των άλεστων των άλεστων των άλεστων
    αιτιατική τους άλεστους τις άλεστες τα άλεστα
     κλητική άλεστοι άλεστες άλεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άλεστος < ανάλεστος < αν- + αλέθω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

άλεστος, -η, -ο

  • άλλη μορφή του ανάλεστος
    Το λίγο αλεύρι από σιτάρι προοριζόταν για άρτους και χριστόψωμα, το άλεστο σιτάρι για κόλυβα και το μισοσπασμένο στο χειρόμυλο για ξινόχοντρο (τραχανάς από ξινό γάλα). (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]