ίσιωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσιωμα τα ισιώματα
      γενική του ισιώματος των ισιωμάτων
    αιτιατική το ίσιωμα τα ισιώματα
     κλητική ίσιωμα ισιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίσιωμα < ισιώ(νω) + -μα < αρχαία ελληνική ἰσῶ [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.sço.ma/ συγκρίνετε με το ίσωμα
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σιω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίσιωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]