αγγειοχειρουργική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγειοχειρουργική < αγγειο- + χειρουργική
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.çi.ɾuɾ.ʝiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐χει‐ρουρ‐γι‐κή
- ομόηχο: αγγειοχειρουργικοί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειοχειρουργική θηλυκό
- (ιατρική) ο τομέας της χειρουργικής που περιλαμβάνει την διάγνωση και θεραπεία των παθήσεων των αγγείων (αρτηρίες, φλέβες, λεμφαγγεία).
- ↪ πολλά χρόνια εξειδίκευσης θα απαιτούνται πλέον για την αγγειοχειρουργική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειοχειρουργική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγγειοχειρουργική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αγγειοχειρουργικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)