αδιάπλαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάπλαστος, -η, -ο
- που δεν έχει ακόμη διαπλασθεί, αδιαμόρφωτος
- η αδιάπλαστη παιδική ψυχή του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάπλαστος