αδικοπραγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδικοπραγία < αρχαία ελληνική ἀδικοπραγέω / ἀδικοπραγ(ῶ) + -ία [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδικοπραγία θηλυκό
- (νομικός όρος) συνώνυμο του αδικοπραξία
- ↪ η κλοπή συνιστά αδικοπραγία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδικοπραγία
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδικοπραγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας