αειμακάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αειμακάριστος, -η, -ο
- που αξίζει να τον μακαρίζει κανείς για πάντα
- (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αειμακάριστος
|