αθηροσκλήρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθηροσκλήρωση | οι | αθηροσκληρώσεις |
γενική | της | αθηροσκλήρωσης* | των | αθηροσκληρώσεων |
αιτιατική | την | αθηροσκλήρωση | τις | αθηροσκληρώσεις |
κλητική | αθηροσκλήρωση | αθηροσκληρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθηροσκληρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθηροσκλήρωση θηλυκό
- (ιατρική) πάθηση του κυκλοφορικού και, συγκεκριμένα, η αθηρωμάτωση των αρτηριών, δηλαδή η εναπόθεση στο εσωτερικό τοίχωμά τους ουσιών που προκαλούν στένωση και μείωση της ελαστικότητάς τους, με συνέπεια ένα είδος σκλήρυνσης
- ※ γίνεται πολύς λόγος και για την επίδραση της γενετικής στη διαδικασία της αθηροσκληρώσεως (Βρήκαν το γονίδιο της υπέρτασης, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 8/7/2010, [1])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθηροσκλήρωση