αθηροσκλήρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθηροσκλήρωση οι αθηροσκληρώσεις
      γενική της αθηροσκλήρωσης* των αθηροσκληρώσεων
    αιτιατική την αθηροσκλήρωση τις αθηροσκληρώσεις
     κλητική αθηροσκλήρωση αθηροσκληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθηροσκληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθηροσκλήρωση < αθήρωμα αθηρο- + σκλήρυνση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αθηροσκλήρωση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]