αρτηριοσκλήρυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρτηριοσκλήρυνση | οι | αρτηριοσκληρύνσεις |
γενική | της | αρτηριοσκλήρυνσης* | των | αρτηριοσκληρύνσεων |
αιτιατική | την | αρτηριοσκλήρυνση | τις | αρτηριοσκληρύνσεις |
κλητική | αρτηριοσκλήρυνση | αρτηριοσκληρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρτηριοσκληρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρτηριοσκλήρυνση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα αρτηριοσκλήρυν(σις) + -ση, [1] αρτηρί(α) + -ο- + σκλήρυνση, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική artériosclérose < αρχαία ελληνική ἀρτηρία + σκλήρωσις ή σκλήρυνσις [2][3]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.ti.ɾi.oˈskli.ɾin.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐τη‐ρι‐ο‐σκλή‐ρυν‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρτηριοσκλήρυνση και αρτηριοσκλήρωση θηλυκό
- (ιατρική): πάθηση των αρτηριών κατά την οποία, λιπώδες υλικό εναποτίθεται στον αυλό τους προκαλώντας αφενός την στένωσή τους και αφετέρου σημαντική μείωση της ελαστικής ικανότητας τους να διατείνονται με συνέπεια τη δυσχέρεια στη ροή του αίματος.
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη αρτηριοσκλήρωση για τύπους με αρτηριοσκληρω-
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρτηριοσκλήρυνση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αρτηριοσκλήρυνση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αρτηριοσκλήρυνση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «αρτηρία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)