ακορντεονίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακορντεονίστας < (άμεσο δάνειο) γαλλική accordéoniste[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακορντεονίστας αρσενικό (θηλυκό ακορντεονίστα)
- (μουσική, επάγγελμα) μουσικός που παίζει ακορντεόν
- ※ Ο ακορντεονίστας έπαιζε έναν σκοπό που θα ήθελε να θυμίζει τον «Δρόμο» του Λοΐζου.
- Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 86
- ※ Ο ακορντεονίστας έπαιζε έναν σκοπό που θα ήθελε να θυμίζει τον «Δρόμο» του Λοΐζου.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- παλαιά γραφή με πιστό μεταγραμματισμό: ακκορντεονίστας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακορντεόν
- ακορντεονίστρια (θηλυκό, όρος που δεν χρησιμοποιείται συνήθως από τους ίδιους τους μουσικούς)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακορντεονίστας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ακορντεονίστας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)