ακόνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈko.ni.zma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακόνισμα ουδέτερο
- η πράξη με την οποία η αιχμή ενός αντικειμένου γίνεται πολύ κοφτερή
- (μεταφορικά) άσκηση πνευματικών δεξιοτήτων
- η λύση σταυρόλεξων βοηθάει στο ακόνισμα του μυαλού μου